Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίημα — ἴημα, τὸ (Α) [ιώμαι] ιων. και επιγρ. τ. τού ίαμα* … Dictionary of Greek
ίαμα — το (ΑΜ ἴαμα, Α ιων. τ. ἴημα) μέσο θεραπείας, φάρμακο μσν. αρχ. θεραπεία αρχ. καταπράυνση, κατευνασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, ώμαι + κατάλ. μα (πρβλ. θρύλη μα, ποίη μα)] … Dictionary of Greek